θειίκωση

θειίκωση
η
(ηλεκτρολ.) η δημιουργία στρώματος θειικού μολύβδου στην επιφάνεια τών πλακών ενός συσσωρευτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θειικός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. sulfatation)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”